- καταπολεύω
- καταπολεύω (Α)1. στρέφομαι2. πάπ. (για τον αστερισμό Άρκτος) κινούμαι προς τα κάτω κυκλικά.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + πολεύω «στρέφομαι» (< πόλος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταπολεύοντι — καταπολεύω revolve pres part act masc/neut dat sg καταπολεύω revolve pres ind act 3rd pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπολεύουσα — καταπολεύω revolve pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)